- αχράαντος
- ἀχράαντος, -ον, (Α)βλ. άχραντος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀχράαντος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχράαντα — ἀχράαντος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχραντος — η, ο (AM ἄχραντος, ον, Α και ἀχράαντος, ον) άσπιλος, αμόλυντος α) «Άχραντε Θεοτόκε» β) «τα Άχραντα Μυστήρια» η Θεία Κοινωνία). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χραίνω «μιαίνω, μολύνω»] … Dictionary of Greek